τεθραμμένοι

τεθραμμένοι
τρέφω
thicken
perf part mp masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προαγωγή — η, ΝΜΑ [προάγω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προάγω, πρόοδος, βελτίωση, ανάπτυξη («η κυβέρνηση εξετάζει τα μέτρα που θα συντελέσουν στην προαγωγή τού εκπαιδευτικού συστήματος») νεοελλ. 1. κατάληψη ανώτερης διοικητικής θέσης σε μια ιεραρχία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”